Πλοήγηση ανά Συγγραφέας "Christoforidi, Eirini"
Τώρα δείχνει 1 - 1 of 1
Αποτελέσματα ανά σελίδα
Επιλογές ταξινόμησης
Τεκμήριο Τα ιθαγενή φυτά της Κρήτης και η επίδρασή τους στο περιβάλλον και τη ζωή μας.(ΕΛΜΕΠΑ, Σχολή Γεωπονικών Επιστημών (ΣΓΕΠ), Τμήμα Γεωπονίας, 2024-08-02) Χριστοφορίδη, Ειρήνη; Christoforidi, Eirini; Κολλάρος, Δημήτριος; Kollaros, DimitriosΗ παρούσα μελέτη πραγματοποιήθηκε με σκοπό να αναδειχτεί η αξία της κρητικής χλωρίδας. Η πλούσια χλωρίδα της Κρήτης αριθμεί περίπου 1.800 φυτικά είδη, από τα οποία τα 223 είναι ενδημικά, δηλαδή είδη που φύονται αποκλειστικά στην Κρήτη, καθιστώντας το νησί ως περιοχή ιδιαίτερα υψηλής βιοποικιλότητας (hot spot). Η κρητική χλωρίδα δέχεται αυξανόμενες ανθρωπογενείς πιέσεις, με σοβαρές επιπτώσεις συνολικά στα οικοσυστήματα του νησιού. Τα κρητικά φυτικά είδη είναι άριστα προσαρμοσμένα στις τοπικές συνθήκες, παρουσιάζουν περιορισμένες ανάγκες εισροών και μεγάλη ανθεκτικότητα στην κλιματική μεταβλητότητα και τα ακραία επεισόδια ξηρασίας, που προβλέπονται στην κλιματική κρίση, την οποία διανύουμε. Από τα είδη αυτά, πολλά χρησιμοποιήθηκαν και χρησιμοποιούνται από τον άνθρωπο, με ποικίλες χρήσεις. Στην παρούσα εργασία αξιολογήθηκαν 52 ιθαγενή φυτικά είδη της Κρήτης, για τη χρήση τους στην Αρχιτεκτονική τοπίου και 29 από αυτά ελέγχθηκαν για την ανοχή τους στην αβιοτική καταπόνηση και συμπληρώθηκαν 41 κενά, που υπήρχαν στη βιβλιογραφία. Επίσης, σύμφωνα με βιβλιογραφική αναζήτηση, 42 από αυτά τα φυτικά είδη έχουν θεραπευτική και 26 διατροφική χρήση, 17 έχουν ήδη αξιοποιηθεί βιομηχανικά και 18 χρησιμοποιούνται στην Κοσμετολογία. Μέσα από τη μελέτη αναδείχτηκε η ποικιλόμορφη περαιτέρω προοπτική αξιοποίησής τους. Τα ιθαγενή φυτά μπορούν να αποτελέσουν σημαντικές προτάσεις για νέες προσοδοφόρες καλλιέργειες, με χαμηλό κόστος συντήρησης και περιορισμένες καλλιεργητικές απαιτήσεις. Πραγματοποιήθηκαν πειράματα αξιολόγησης βιοτικών και αβιοτικών παραγόντων, σε ένα ημιαστικό χώρο πρασίνου, συγκρίνοντας τη μεσο- και μικροπανίδα (επίγεια, ενδόγεια και υπέργεια) σε 4 ζεύγη ιθαγενών φυτικών ειδών της Κρήτης και αλλόχθονων. Τα ζεύγη φυτών που ελέγχθηκαν, διέφεραν μεταξύ τους ως προς το είδος, την ανάπτυξη, αλλά και τη μορφή της κόμης (φυτοφράκτες, ελεύθεροι θάμνοι, δενδροστοιχίες και αυτοφυή δέντρα). Συνολικά πραγματοποιήθηκαν 103 δειγματοληψίες (pitfall 42, Berlese 42, Trunk traps 19), κατά τις οποίες αιχμαλωτίστηκαν, ταυτοποιήθηκαν και εκτιμήθηκαν ως παρουσίες 23.675 ασπόνδυλα από 29 ομαδοποιημένα taxa (σε πλήρη παράθεση 66 taxa), με κυριότερες ομάδες εδαφικής πανίδας Collembola, Acari, Isopoda, Diptera, Formicidae και Diplopoda, που καταμετρήθηκαν εντός αυτών των οικοτόπων, αντιπροσωπεύοντας το μεγαλύτερο ποσοστό επί του συνολικού αριθμού ασπόνδυλων. Καμία ομάδα δεν ήταν κυρίαρχη, αλλά παρατηρήθηκε πως στα περισσότερα δείγματα, στην επίγεια πανίδα κυριαρχούν τα Isopoda, και τα Formicidae, με διαφορετική ποσόστωση ανά εποχή, ενώ στην ενδόγεια πανίδα τα Collembola και τα Acari. Αναφορικά, με τα taxa της υπέργειας πανίδας, που συγκεντρώθηκαν στις παγίδες κορμού και στα τέσσερα φυτικά είδη, κυριαρχούν κυρίως τα Diptera, τα οποία παρουσιάζονται σε μεγάλα ποσοστά και στα τέσσερα είδη δέντρων. Από τα αποτελέσματα, παρατηρήθηκε μια αυξημένη βιοποικιλότητα πανίδας, κυρίως στα ιθαγενή φυτικά είδη, που ήταν ιδιαίτερα αισθητή, κυρίως στο σύνολο της ενδόγειας πανίδας. Τα αποτελέσματα μελέτης των αβιοτικών παραγόντων (σχετική υγρασία κόμης, θερμοκρασία κόμης και 12 εδάφους), που καταμετρήθηκαν για συνολικά 10 μήνες επιβεβαιώνουν ότι, σε ξηρά περιβάλλοντα, τα ιθαγενή φυτικά είδη μπορούν να προσφέρουν πρόσθετες υπηρεσίες οικοσυστήματος, παρέχοντας πιο βιώσιμα μικροπεριβάλλοντα, με πιθανόν υψηλότερες τιμές βιοποικιλότητας. Παρατηρήθηκε ότι τα είδη της βλάστησης επηρεάζουν τη βιοποικιλότητα της πανίδας, υποστηρίζοντας ότι σημαντικά οικοσυστήματα με ιθαγενή φυτικά είδη, μπορεί να ενταχθούν σε αστικούς χώρους πρασίνου, γεγονός που ενδεχομένως να είναι πιο επιτακτικό για τις επόμενες γενιές. Μελετήθηκαν και συγκρίθηκαν φύλλα, άνθη, ώριμοι και ανώριμοι καρποί τριών ιθαγενών φυτικών ειδών, Μυρτιάς (Myrtus communis), Κουμαριάς (Arbutus unedo) και Κράταιγου (Crataegus monogyna), τα οποία συλλέχτηκαν από τρείς διαφορετικές, ανθρωπογενώς επηρεαζόμενες περιοχές της Κρήτης. Στα φυτικά τμήματα, που συλλέχτηκαν, πραγματοποιήθηκαν αναλύσεις για να προσδιοριστούν τα ολικά φαινολικά, η αντιοξειδωτική δράση με DPPH και FRAP, η συγκέντρωση στοιχειακών αναλύσεων για 15 μέταλλα και η απομόνωση αιθέριων ελαίων. Μέσα από την παρούσα μελέτη αναδείχτηκε, η διατροφική αξία αυτών των φυτικών ειδών, καθώς και η δυνατότητα τους να προάγουν την ανθρώπινη υγεία. Δύνανται να αποτελέσουν σημαντική πηγή φαινολών, αντιοξειδωτικών και θρεπτικών συστατικών και να ενταχθούν, με σημαντικά οφέλη, στη διατροφή και τη θεραπεία του ανθρώπου. Συγκριτικά με τα υπόλοιπα φυτικά είδη, τα φύλλα του Arbutus unedo παρουσιάζουν την υψηλότερη ολική περιεκτικότητα σε φαινολικά συστατικά (εκχύλισμα φυτικών τμημάτων σε 70% μεθανόλη) και στο M. communis (φύλλα, άνθη, ανώριμοι και ώριμοι καρποί) παρουσιάζουν την υψηλότερη αντιοξειδωτική δράση (FRAP). Επίσης, τα φύλλα του C. monogyna παρουσιάστηκαν ως καλή πηγή (υψηλότερες τιμές) για Ca, Fe, Mg, Mn και Na και οι ανώριμοι καρποί του φυτού, ως καλή πηγή Κ, Ρ. Τα διαφορετικά φυτικά τμήματα (φύλλα, άνθη, καρποί αλλά και παραγόμενα εξ αυτών προϊόντα), είναι σημαντική πηγή φυτοχημικών, φυσικών αντιοξειδωτικών με πιθανές χρήσεις ακόμη και στη βιομηχανία τροφίμων. Ιθαγενή φυτά όπως αυτά, μπορούν να αποτελέσουν επικερδείς καλλιέργειες του αγροδιατροφικού τομέα, συνδυάζοντας τη διατήρηση της βιοποικιλότητας και την ανάδειξη της σπουδαιότητας της κρητικής χλωρίδας, προάγοντας την ανθρώπινη υγεία και την κοινωνική ισότητα. Πραγματοποιήθηκε ποσοτική έρευνα με σκοπό να αξιολογηθούν οι στάσεις και οι γνώσεις των συμμετεχόντων για τα ιθαγενή φυτά της Κρήτης. Συνολικά αξιολογήθηκαν 22 ερωτήσεις από 703 ερωτηματολόγια, που συγκρίθηκαν βάσει των 6 κοινωνικοδημογραφικών δεδομένων των συμμετεχόντων. Από τα αποτελέσματα της έρευνας αναδείχτηκε η προτίμηση των ερωτώμενων, ως προς τα κρητικά ιθαγενή φυτά, στους χώρους αστικού πρασίνου. Η έρευνα έδειξε ότι οι συμμετέχοντες έδειξαν προτίμηση στα ιθαγενή φυτά όχι μόνο επειδή εναρμονίζονται καλύτερα με τη φύση, αλλά και επειδή είναι πιο ανθεκτικά, με λιγότερες απαιτήσεις και σαφέστατο θετικό αντίκτυπο στη διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς του νησιού. Παράλληλα, παρατηρήθηκε μια ευαισθητοποίηση των συμμετεχόντων ως προς την κρητική διατροφή και την κατανάλωση ιθαγενών φυτών. Επίσης, 13 αναδείχτηκε μια αυξημένη ανάγκη για ενημέρωση περί της υψηλής διατροφικής αξίας αυτών των φυτών, καθώς και της εκμάθησης/αναγνώρισής τους από τις επόμενες γενιές, τους επισκέπτες και όσους δεν τα γνωρίζουν. Η ανάγκη ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης αναδείχτηκε και μέσα από τα εκπαιδευτικά προγράμματα, που σχεδιάστηκαν και υλοποιήθηκαν για τις απαιτήσεις της παρούσας μελέτης. Συνολικά συμμετέχοντες στην υλοποίηση των εκπαιδευτικών προγραμμάτων ήταν α) 42 μαθητές και 2 εκπαιδευτικοί Δημοτικού, καθώς και β) 7 ενήλικες, που δραστηριοποιούνται στο χώρο της Αρχιτεκτονικής τοπίου. Από την αξιολόγηση της εκπαιδευτικής παρέμβασης σε μαθητές, εκπαιδευτικούς και ενήλικες εκπαιδευόμενους, προκύπτει η αναγκαιότητα και η δυνατότητα καλλιέργειας και ενίσχυσης της περιβαλλοντικής συνείδησης. Προκύπτει επίσης, το μεγάλο εκπαιδευτικό κενό σε διδασκαλία προγραμμάτων εθνοβοτανικής, αλλά και η ανάγκη ενημέρωσης των εμπλεκόμενων στην Αρχιτεκτονική τοπίου, για τα πλεονεκτήματα της αξιοποίησης των ιθαγενών κρητικών φυτικών ειδών, στους χώρους πρασίνου. Αναδείχτηκε επίσης, η δυνατότητα αξιοποίησης της βιωματικής εκπαίδευσης, για την ευαισθητοποίηση γύρω από τα ιθαγενή φυτά, καλλιεργώντας μια προοπτική βιωσιμότητας και άλλων συνεχιζόμενων δράσεων για το περιβάλλον, καθώς και μια αειφόρο περιβαλλοντική προοπτική. Συμπερασματικά, τα ιθαγενή φυτά της Κρήτης επηρεάζουν θετικά και με πολλές διαφορετικές παραμέτρους, το περιβάλλον και τη ζωή των ανθρώπων. Η ανάγκη ανάδειξης, διατήρησης, αλλά και αξιοποίησης της πλούσιας κρητικής χλωρίδας, που αναδείχτηκε μέσα από τα διαφορετικά Κεφάλαια της παρούσας εργασίας, μπορεί να αποτελέσει την αρχή ενός στοχευμένου στρατηγικού σχεδιασμού αειφόρου διαχείρισης, βασισμένου στις ανθρώπινες ανάγκες και στις υπηρεσίες οικοσυστήματος. Επιπλέον, μπορεί να παρέχει ένα πλαίσιο για οικονομική αξιοποίηση και προστασία της φύσης, που μπορεί να προσφέρει πολλές ευκαιρίες για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας, την προαγωγή της δημόσιας υγείας και την παροχή πολλαπλών υπηρεσιών οικοσυστήματος, με λύσεις πιο φιλικές στο περιβάλλον και τον άνθρωπο.