Πλοήγηση ανά Συγγραφέας "Nikodimou, Maria"
Τώρα δείχνει 1 - 1 of 1
Αποτελέσματα ανά σελίδα
Επιλογές ταξινόμησης
Τεκμήριο Ο ρόλος της αυτοεκτίμησης στην εμφάνιση της ψυχογενούς ανορεξίας σε εφήβους ηλικίας 15-18 ετών. Η επίδραση της οικογένειας, της κοινωνίας και των Μ.Μ.Ε..(Τ.Ε.Ι. Κρήτης, Σχολή Τεχνολογίας Γεωπονίας και Τεχνολογίας Τροφίμων (Σ.Τε.Γ.Τε.Τ), Τμήμα Διατροφής και Διαιτολογίας, 2010-10-22T12:02:17Z) Κυριάκου, Σόφη; Νικοδήμου, Μαρία; Πουκή, Ευαγγελία; Kyriakou, Sofi; Nikodimou, Maria; Pouki, EuangeliaΤα τελευταία χρόνια παρατηρούνται πολλά περιστατικά με Διαταραχές στην Πρόσληψη Τροφής. Υπάρχει ένας αυξανόμενος αριθμός, κυρίως γυναικών, που παρουσιάζουν έντονα προβλήματα στη συμπεριφορά τους σχετικά με το φαγητό. Ένα από τα πιο κύρια κλινικά σύνδρομα που εμφανίζεται κυρίως στην εφηβεία και στην ενήλικη ζωή είναι η Ψυχογενής Ανορεξία. Η ψυχογενής ανορεξία είναι μια διαταραχή, όπου το άτομο με τη θέλησή του αποφεύγει την πρόσληψη τροφής. Τις περισσότερες φορές το άτομο αυτό πάσχει κι από άλλες ψυχικές διαταραχές, όπως νευρώσεις, ψυχώσεις και κυρίως διαταραχές προσωπικότητας. Είναι μια ασθένεια που δεν προκαλείται από κάποια σωματική νόσο αλλά από το ίδιο το ανθρώπινο μυαλό. Η ψυχογενής ανορεξία εκδηλώνεται με δυο διαφορετικούς τύπους, τον Περιοριστικό τύπο και τον τύπο Υπερφαγίας/ Κάθαρσης. Τα διαγνωστικά κριτήρια κατά DSM-IV για την ψυχογενή ανορεξία είναι τα ακόλουθα: (2005) άρνηση του ατόμου να διατηρήσει το βάρος του σώματος στο ή πάνω από ένα ελάχιστο φυσιολογικό βάρος για την ηλικία και το ύψος του. έντονος φόβος του ατόμου μήπως πάρει βάρος ή γίνει παχύ. διαταραχή στον τρόπο που κανείς βιώνει το βάρος ή το σχήμα του σώματός του. σε γυναίκες, απουσία τουλάχιστον τριών διαδοχικών εμμηνορρυσιών, ενώ κανονικά αναμένονται να συμβούν (πρωτοπαθής ή δευτεροπαθής αμηνόρροια). Η πρώτη περιγραφή της ψυχογενούς ανορεξίας επιχειρήθηκε το 1689 στην Αγγλία από τον Richard Morton. Στα μέσα του 1970 όμως η ασθένεια αυτή έγινε ξαφνικά πολύ γνωστή στο Αμερικανικό κοινό και γρήγορα έγινε δημοφιλής. Σήμερα η συχνότητα εμφάνισης της ψυχογενούς ανορεξίας στο γενικό πληθυσμό κυμαίνεται μεταξύ 0,2% έως 0,8%. Όμως τα ποσοστά αυτά μπορεί να διαφέρουν ανάλογα με τον πληθυσμό στον οποίο αναφέρονται. Γενικά οι ανορεξικοί ασθενείς εμφανίζουν πολλά κλασικά φυσιολογικά και εργαστηριακά συμπτώματα ασιτίας όμως είναι αρκετά δραστήριοι, αρνούνται το συναίσθημα της πείνας ή οποιοδήποτε ενδιαφέρον για το φαγητό και παραπονιούνται ότι νιώθουν παχύσαρκοι ακόμα κι όταν είναι εμφανώς αδυνατισμένοι. Τα ακριβή αίτια της ψυχογενούς ανορεξίας παραμένουν ανεξιχνίαστα. Παρόλα αυτά υπάρχουν κάποια στοιχεία που επηρεάζουν την εξέλιξη της ασθένειας. Κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κοινωνίας, του τρόπου σκέψης, του συναισθήματος αλλά και της οικογένειας στην οποία ζουν τα άτομα με ανορεξία έχουν ενοχοποιηθεί σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό για την εκδήλωση της διαταραχής αυτής. Οι παράγοντες αυτοί περισσότερο φαίνεται να συμπληρώνουν ο ένας τον άλλον κι όχι να αποκλείουν ο ένας τον άλλο. Όσον αφορά τα σωματικά συμπτώματα, τα σωματικά σημεία και τις σωματικές διαταραχές που συνοδεύουν την ψυχογενή ανορεξία, τα περισσότερα από αυτά οφείλονται στην ασιτία ή/και στον προκλητό έμετο. Φυσικά το πιο φανερό σημείο είναι η μεγάλη απώλεια βάρους του ατόμου, καθώς και τα καρδιαγγειακά προβλήματα, γαστρεντερικές διαταραχές, πνευμολογικά προβλήματα, νευρολογικές ενδείξεις και θνησιμότητα (6% - 20%). Οι κοινωνικές πιέσεις που δέχονται οι σημερινές γυναίκες για να είναι αδύνατες παίζουν καθοριστικό ρόλο στην αυτοεκτίμηση τους. Η αυτοεκτίμηση ενός ατόμου δεν προκύπτει αποκλειστικά από την προσωπική του εμπειρία, αλλά απορρέει και από τις κρίσεις και στάσεις των άλλων απέναντι του. Σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της αυτοεκτίμησης διαδραματίζει η οικογένεια. Ο τρόπος με τον οποίο οι γονείς ανατρέφουν τα παιδιά τους διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην ομαλή κοινωνικοποίηση τους και στη διαμόρφωση της αυτοεκτίμησης τους. Επίσης όσο ισχυρότερη είναι η κοινωνική στήριξη, που το άτομο λαμβάνει από διάφορα πρόσωπα του κοινωνικού του περιβάλλοντος, τόσο θετικότερες είναι οι εκτιμήσεις του εαυτού του. Ένας άλλος παράγοντας που παίζει ρόλο στη διαμόρφωση της αυτοεκτίμησης είναι τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, στα οποία οι έφηβοι εγκλωβίζονται μέσα σε πρότυπα που προβάλλονται από αυτά και όταν δουν ότι δεν είχαν προσδιορίσει σωστά τους στόχους τους, βάζοντας παραπάνω από όσους μπορούν να φέρουν εις πέρας, τότε χάνουν την αυτοεκτίμησή τους. Τέλος, η προσωπικότητα είναι ένας παράγοντας που επηρεάζει την αυτοεκτίμηση του ατόμου. Δηλαδή αντιπροσωπεύει εκείνα τα χαρακτηριστικά του κάθε ανθρώπου που εξηγούν τον σταθερό τρόπο με τον οποίο αισθάνεται, σκέπτεται και συμπεριφέρεται. Τα προγράμματα πρόληψης θα πρέπει να περιλαμβάνουν την ενημέρωση με στόχο την πλήρη κατανόηση των χαρακτηριστικών και των συνεπειών που έχουν οι διατροφικές διαταραχές βάση των θεωριών, αλλά και των καταγεγραμμένων εμπειριών που υπάρχουν. Επίσης ο ρόλος του κλινικού διαιτολόγου είναι πολύ σημαντικός καθώς συντάσσει το κατάλληλο πρόγραμμα διατροφής σε κάθε στάδιο της θεραπείας, ενώ ταυτόχρονα ενημερώνει τον ασθενή για τις επιπτώσεις της υπερβολικής δίαιτας, του υποσιτισμού και των καθαρτικών συμπεριφορών στη φυσιολογία και την υγεία του ατόμου. Η θεραπεία για την ψυχογενή ανορεξία μπορεί να γίνει εκτός νοσοκομείου αλλά πολλές φορές από τους ειδικούς κρίνεται απαραίτητη η εισαγωγή στο νοσοκομείο. Σκοπός της έρευνάς μας, είναι να διαπιστώσουμε κατά πόσο η αυτοεκτίμηση ενός εφήβου παίζει ρόλο στις διατροφικές διαταραχές και πιο συγκεκριμένα στη ψυχογενή ανορεξία. Δόθηκαν 3 ερωτηματολόγια, το Eating Attitude Test, το Ερωτηματολόγιο αυτοεκτίμησης STAI – Gr. X-1, το Ερωτηματολόγιο αυτοεκτίμησης STAI – Gr. X-2 και ορισμένες γεννικές ερωτήσεις τα οποία απαντίθηκαν από 184 άτομα και τα αποτελέσαματα αναλύθηκαν στο SPSS. Με βάση τα αποτελέσματα της έρευνάς μας, διαπιστώνουμε ότι τα κορίτσια έχουν πιο χαμηλή αυτοεκτίμηση σε σύγκριση με τα αγόρια. Επίσης παιδιά με κυπριακή υπηκοότητα έχουν πιο χαμηλή αυτοεκτίμηση σε σχέση με παιδιά που έχουν άλλη υπηκοότητα. Αξιοσημείωτο είναι ότι τα δευτερότοκα άτομα έχουν χαμηλότερη αυτοεκτίμηση σε σύγκριση με τα υπόλοιπα παιδιά της οικογένειας. Σημαντικό αποτέλεσμα της έρευνάς μας είναι ότι υψηλού κινδύνου για ανάπτυξη διατροφικών διαταραχών είναι οι έφηβοι ηλικίας 15,16 και 17 και λιγότερο 18 και 19 ετών. Επίσης τα κορίτσια είναι πιο ευάλωτα στην ανάπτυξη διατροφικών διαταραχών σε σύγκριση με τα αγόρια.