Πλοήγηση ανά Συγγραφέας "Papadakaki, Maria"
Τώρα δείχνει 1 - 2 of 2
Αποτελέσματα ανά σελίδα
Επιλογές ταξινόμησης
Τεκμήριο Οι βιοψυχοκοινωνικές ανάγκες των φοιτητών του ΕΛΜΕΠΑ και ο ρόλος τους στην ακαδημαϊκή τους επίδοση.(ΕΛ.ΜΕ.ΠΑ., Σχολή Επιστημών Υγείας (ΣΕΥ), ΠΜΣ Διαμεθοδικές Κοινωνικές Παρεμβάσεις σε Καταστάσεις Κρίσης, 2024-07-04) Παπαδοπούλου, Αλεξία; Papadopoulou, Alexia; Παπαδακάκη, Μαρία; Papadakaki, MariaΗ έννοια της επίδοσης κατέχει σημαντικό ρόλο στην ζωή του ατόμου και αυτό φαίνεται από την συχνότητα με την οποία εντοπίζεται στην καθημερινότητα του. Ενώ λοιπόν συναντάται σε διάφορες μορφές, η επικρατέστερη είναι εκείνη που συνδέεται με τις κατεκτημένες γνώσεις και ικανότητες του ατόμου, τις οποίες και χρησιμοποιεί σε διάφορες καταστάσεις στην καθημερινότητα του (Ξωχέλης,1985). Αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της προσωπικότητας και του παρέχει ευκαιρίες εξέλιξης, βάση των ιδιαίτερων στοιχείων της. Το γεγονός αυτό καθιστά σημαντική την αξιολόγηση της επίδοσης, η οποία θα πρέπει να γίνεται εξατομικευμένα και να αφορά το άτομο ως σύνολο, όπου αυτή αποτελεί μια από τις διαστάσεις του ( Χαραλαμποπούλου, 1985). Η ανάγκη για την διαμόρφωση επιστημονικού επαγγέλματος - professionalization, οδήγησε στην δημιουργία του θεσμού των Πανεπιστημίων, όπου η επίδοση στα πλαίσια του ακαδημαϊκού ιδρύματος ορίζεται ως «Ακαδημαϊκή Επίδοση και συνίσταται στην πρόοδο που συντελείται στα πλαίσια του Πανεπιστημιακού Ιδρύματος (Παπαγεωργίου,2014). Η αξιολόγηση της είθισται να γίνεται δια μέσου εξετάσεων γραπτών ή προφορικών όπως ορίζεται από το εκάστοτε πρόγραμμα σπουδών και τις αντίστοιχες υπουργικές αποφάσεις. Η αξία της αξιολόγησης της προόδου καθίσταται σημαντική καθώς αποτελεί μια προγνωστική ικανότητα για την αξία του ίδιου του ατόμου και για τον λόγο αυτό πρέπει να διαθέτει αξιοπιστία, εγκυρότητα και αντικειμενικότητα (Τσάρα,2002). Στη χώρα μας η αξιολόγηση της επίδοσης γίνεται βάση της Υπουργικής Απόφασης 141/Β3/2166α/ Ιούνιος 1987 και των τροποποιήσεων της έως σήμερα. Η οποία ορίζει την δεκαβάθμια (0-10) κλίμακα αξιολόγησης με βάση επιτυχίας το πέντε (5). Επίσης προβλέπει ότι ο Βαθμός Πτυχίου αποτελεί έναν σταθμισμένο όρο που εκφράζεται με ακέραιο και δεκαδικό μέρος ενώ φέρει και ποιοτικά χαρακτηριστικά «Καλώς(5-6,49)», «Λίαν Καλώς (6,5-8,49)», Άριστα(8,5-10)» (Παλαιοκρασάς, Δημητρόπουλος, Κωστάκη και Βρετάκου, 1997). Οι νέοι που φοιτούν στα Πανεπιστημιακά Ιδρύματα ηλικιακά βρίσκονται στο διάστημα 18-23, το οποίο αναπτυξιακά αποτελεί το “πέρασμα” από την ανήλικη στην ενήλικη ζωή. Η σύνθετη ψυχοσύνθεση των φοιτητών την περίοδο αυτή όπως και «οι αναπτυξιακές κρίσεις» που συντελούνται επηρεάζουν την δημιουργία των αναγκών τους. Σημαντικός παράγοντας για αυτό αποτελεί η προσαρμοστική ικανότητα του ατόμου βάση της οποίας καλείται να ανταπεξέλθει στην πληθώρα των δομικών αλλαγών που συμβαίνουν στην ζωή του κατά το συγκεκριμένο διάστημα. Η τελευταία καλλιεργείται μέσω της ανάπτυξης μηχανισμών προσαρμογής ενώ αναστέλλεται εξαιτίας της περιορισμένης δυνατότητας για κοινωνική στήριξη, την οποία αντιμετωπίζουν οι φοιτητές κατά το διάστημα των σπουδών τους. Οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι φοιτητές στην διάρκεια της φοίτησης τους στα Ακαδημαϊκά Ιδρύματα διακρίνονται σε ατομικές/ψυχολογικές, κοινωνικές αλλά και σωματικές. που συνδέονται μεταξύ τους ( Κωσταρίδου-Ευπλίδη, 2002 ). Η λειτουργεία των Συμβουλευτικών Κέντρων των Πανεπιστήμιων αφορά «την προσφορά οργανωμένης και έγκαιρης ψυχοκοινωνικής στήριξης σε φοιτητές που το έχουν ανάγκη ώστε να αντιμετωπίζουν τυχών δυσκολίες προσαρμογής που προκύπτουν ή να υποστηριχθούν για να ανταπεξέλθουν στις αναπτυξιακές τους προτεραιότητες. Στην Ελλάδα ο θεσμός των Φοιτητικών Συμβουλευτικών Κέντρων καθυστέρησε να αναπτυχθεί γεγονός στο οποίο συντέλεσε και η έλλειψη κανονιστικού πλαισίου που θεμελιώνει την λειτουργεία τους (Καλατζή, 2001 ) και ορίζεται η υποχρέωση του κράτους να υποστηρίζει τους φοιτητές στην διάρκεια των σπουδών τους. Σκοπός των Συμβουλευτικών Κέντρων αποτελεί η ενίσχυση της προσωπικής ανάπτυξης των φοιτητών, η βελτίωση των διαπροσωπικών τους σχέσεων τόσο στα πλαίσια της ακαδημαϊκής κοινότητας όσο και εκτός αυτής αλλά και η υποστήριξη των αλληλεπιδράσεων που συντελούνται μεταξύ της ακαδημαϊκής αλλά και της ευρύτερης κοινότητας όπου ζει και δραστηριοποιείται ο φοιτητής (Δημητρόπουλος, 2003). Σήμερα στην χώρα μας λειτουργούν Φοιτητικά Συμβουλευτικά Κέντρα τα περισσότερα Ακαδημαϊκά Ιδρύματα καθώς μέσα από την λειτουργεία αυτών έχει αποδειχτεί ότι προκύπτουν οφέλη τόσο προς τους φοιτητές και τις οικογένειες τους όσο και προς τα Πανεπιστημιακά Ιδρύματα, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι δεν μειονεκτούν ως προς τον τρόπο λειτουργείας τους και τις απαιτήσεις της εποχής και των αναγκών των φοιτητών ( Καλατζή-Αζίζη, 1999 ).Τεκμήριο Σχεδιασμός, εφαρμογή και αξιολόγηση καινοτόμου πιλοτικής παρέμβασης για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής της οικογένειας μαθητών με ειδικές μαθησιακές δυσκολίες.(ΕΛΜΕΠΑ, Σχολή Επιστημών Υγείας (ΣΕΥ), Τμήμα Κοινωνικής Εργασίας, 2024-07-12) Πεδιώτη, Νεκταρία; Pedioti, Nektaria; Παπαδακάκη, Μαρία; Papadakaki, MariaΠαρά τον υψηλό επιπολασμό των ειδικών μαθησιακών δυσκολιών (ΕΜΔ) στο γενικό πληθυσμό, πολλά παιδιά εξακολουθούν να παραμένουν αδιάγνωστα, λόγω έλλειψης προληπτικού ελέγχου, με τεράστια ατομική και οικογενειακή επιβάρυνση, ενώ την ίδια στιγμή οι υφιστάμενες παρεμβάσεις είναι περιορισμένες και με αντικρουόμενα αποτελέσματα. Σκοπός της μελέτης ήταν ο σχεδιασμός, η υλοποίηση και η αξιολόγηση μιας καινοτόμου πιλοτικής παρέμβασης, σε γονείς μαθητών με ΕΜΔ, με στόχο τη βελτίωση του γονικού τύπου και της ποιότητας ζωής της οικογένειας. Μέθοδος: Σχεδιάστηκε και εφαρμόστηκε τυχαιοποιημένη ελεγχόμενη δοκιμή (randomized controlled trial), με δύο ομάδες (παρέμβασης και ελέγχου) και υιοθετήθηκε ένα σχέδιο αξιολόγησης που περιελάμβανε μετρήσεις πριν και μετά την παρέμβαση. Οι συμμετέχοντες στη μελέτη στρατολογήθηκαν από τον πληθυσμό που απευθύνθηκε στην Κινητή Μονάδα του Ελληνικού Μεσογειακού Πανεπιστημίου (ΕΛΜΕΠΑ), η οποία έχει ως αντικείμενο την αξιολόγηση παιδιών για ΜΔ, σε επίπεδο Περιφέρειας Κρήτης. Συνολικά 71 άτομα πληρούσαν τα κριτήρια ένταξης στη μελέτη από τα 158 που αξιολογήθηκαν στην Κινητή Μονάδα (42 ομάδα παρέμβασης; 29 ομάδα ελέγχου). Η συμμόρφωση στη μελέτη υπολογίστηκε σε ποσοστό 67.6%. Για την αξιολόγηση του γονικού τύπου και της ποιότητας ζωής της οικογένειας των συμμετεχόντων χρησιμοποιήθηκαν το “Ερωτηματολόγιο Γονικού Στυλ” (“Parenting Style Questionnaire”; Robinson, Mandleco, Olsen & Hart, 1995) και το “Ερωτηματολόγιο Ποιότητας Ζωής της Οικογένειας” (The Family Quality of Life Scale, FQOL; Hoffman, Marquis, Poston, Summers & Turnbull, 2006). Η παρέμβαση που εφαρμόστηκε στην παρούσα μελέτη χρησιμοποίησε, κατόπιν αδείας, μια προσαρμοσμένη έκδοση του προγράμματος “A Six Week Parenting Program For Child Compliance”(Cipani, 2005). Για τους σκοπούς της μελέτης, πραγματοποιήθηκαν ατομικές συνεδρίες με έναν εκ των δύο γονέων (4 συνεδρίες, κατανεμημένες σε 2 φάσεις και συνολική διάρκεια έξι εβδομάδων). Ευρήματα: Από τις αναλύσεις που αφορούν την επίδοση της ομάδας παρέμβασης, πριν και μετά την παρέμβαση, προκύπτει ότι κανένας γονικός τύπος και αντίστοιχα καμία διάσταση της ποιότητας ζωής της οικογένειας δε βρέθηκε να μεταβάλλεται μετά από την παρέμβαση, σε στατιστικώς σημαντικό επίπεδο, σε σχέση με πριν. Από τη σύγκριση της ομάδας παρέμβασης και της ομάδας ελέγχου, μετά την παρέμβαση, βρέθηκε στατιστικώς σημαντική διαφορά σε όλες τις διαστάσεις της «Ποιότητας ζωής της Οικογένειας» («Οικογενειακή αλληλεπίδραση», «Γονεϊκή ικανότητα», «Συναισθηματική ευμάρεια», «Φυσική/Υλική ευμάρεια» και «Υποστήριξη που σχετίζεται με τη μαθησιακή δυσκολία»). Σε ό,τι αφορά το «Γονικό τύπο», τόσο ο «Διαλεκτικός γονικός τύπος», όσο και ο «Αυταρχικός γονικός τύπος» είχαν διαφορετικές μέσες τιμές για τις δύο ομάδες, ενώ ο «Ανεκτικός γονικός τύπος» δεν είχε καμία διαφορά στις μέσες τιμές. Παρά το γεγονός ότι, η σύγκριση Πριν και Μετά την παρέμβαση, για την ομάδα Παρέμβασης δεν οδήγησε σε στατιστικώς σημαντικές μεταβολές, από την ανάλυση βρέθηκε ότι υπήρξε αύξηση σε όλες τις διαστάσεις της ποιότητας ζωής της οικογένειας και σε συγκεκριμένους γονικούς τύπους ΜΕΤΑ την παρέμβαση, αλλά δεν ήταν στατιστικά σημαντική, στο επίπεδο σημαντικότητας 95%. Αυτό αποτέλεσε κίνητρο για να διεξαχθεί ανάλυση συστάδων στο δείγμα (ομάδα παρέμβασης), προκειμένου να ταξινομηθούν οι περιπτώσεις με στατιστικά σημαντική βελτίωση, μετά την παρέμβαση. Η συγκεκριμένη συμπληρωματική ανάλυση έδειξε ότι η «Οικογενειακή αλληλεπίδραση» [F=20.71; p=0.000], η «Γονεϊκή Ικανότητα» [F=20.112; p=0.000], η «Συναισθηματική ευμάρεια» [F=74.491; p=0.000], η «Φυσική/Υλική ευμάρεια» [F=19.029; p=0.000] και η «Υποστήριξη σχετική με τη μαθησιακή δυσκολία» [F=38.208; p=0.000] διαφέρουν σημαντικά μεταξύ των αρχικών και τελικών συστάδων, όπως υποδεικνύεται από μια υψηλή στατιστική F-Τιμή και τη χαμηλή p-Τιμή. Όσον αφορά τους γονικούς τύπους, ο «Διαλεκτικός γονικός τύπος» βρέθηκε να έχει σημαντική διαφορά, μεταξύ της αρχικής και της τελικής συστάδας, με μέτρια στατιστική F (5.574) και τιμή p (0.021), υποδηλώνοντας μια λιγότερο σημαντική διαφορά, σε σύγκριση με άλλες μεταβλητές. Ο «Αυταρχικός γονικός τύπος» δεν έδειξε σημαντική διαφορά, μεταξύ της αρχικής και της τελικής συστάδας, καθώς η στατιστική F είναι σχετικά χαμηλή (2.34) και η τιμή p είναι υψηλότερη από το συμβατικό επίπεδο σημαντικότητας 0.05 (0.130). Παρόμοια με τον «Αυταρχικό γονικό τύπο», ο «Ανεκτικός γονικός τύπος» δεν παρουσιάζει σημαντική διαφορά, μεταξύ της αρχικής και της τελικής συστάδας, με μέτρια στατιστική F (40.187) και πολύ χαμηλή τιμή p (0.000). Η μεταβλητή «Διαλεκτικός γονικός τύπος» συν τη νέα διάσταση δείχνει μια σημαντική διαφορά μεταξύ της αρχικής και της τελικής συστάδας, με μέτριας σημαντικότητας δείκτη F (9.421) και τιμή p 0.003. Συμπέρασμα: Τα ευρήματα της παρούσας μελέτης υπογραμμίζουν την κρίσιμη σημασία της πρόσβασης των γονέων σε υπηρεσίες συμβουλευτικής υποστήριξης και της σημαντικής επίδρασης των εξατομικευμένων παρεμβάσεων στις διαπροσωπικές σχέσεις και την ποιότητα ζωής της οικογένειας παιδιών με ΕΜΔ.